ἀνιστορέω: Difference between revisions
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε . . ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr.CP1.5.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.
Spanish (DGE)
1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
•c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
•c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.
Greek Monotonic
ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.