ἀντιλακτίζω: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιλακτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[λάκτισμα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>2.</b> [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]]. | |mltxt=[[ἀντιλακτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[λάκτισμα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>2.</b> [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A kick against, τινί Ar.Pax613; τῷνῷ Phld.Rh.Supp. p.52S. 2 kick back in return, ὄνον Plu.2.10c.
German (Pape)
[Seite 254] dagegen ausschlagen (mit den Füßen), Ar. Pax 596.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλακτίζω: λακτίζω τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντελάκτισα;
ruer contre, regimber contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, λακτίζω.
Spanish (DGE)
1 dar patadas a c. dat. πίθῳ Ar.Pax 613
•fig. τοῖς τε ἔπεσιν ἀντιλακτίζον καὶ τῷ νῷ Phld.Rh.(Supp) p.52.
2 cocear a su vez ὄνος Plu.2.10c.
Greek Monolingual
ἀντιλακτίζω (Α)
1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά
2. λακτίζω, κλοτσώ.
Greek Monotonic
ἀντιλακτίζω: μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.