χρεωκοπίδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα) ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] [[φίλων]] του Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό [[μέτρο]] της σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του [[χωρίς]] να τά έχει πληρώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρεωκόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i> τών πατρωνυμικών].
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα) ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] [[φίλων]] του Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό [[μέτρο]] της σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του [[χωρίς]] να τά έχει πληρώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρεωκόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i> τών πατρωνυμικών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρεωκοπίδης:''' -ου, ὁ ([[κόπτω]]), αυτός που αναβάλλει την [[εξόφληση]] των [[χρεών]] του, χρεωκοπημένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπίδης Medium diacritics: χρεωκοπίδης Low diacritics: χρεωκοπίδης Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΙΔΗΣ
Transliteration A: chreōkopídēs Transliteration B: chreōkopidēs Transliteration C: chreokopidis Beta Code: xrewkopi/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who cancels his debts, an insolvent: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his σεισάχθεια, Plu.Sol.15.

German (Pape)

[Seite 1371] ὁ, der Schuldenaufheber; bes. hießen in Athen die Freunde des Solon so, die seine σεισάχθεια einführen halfen, Plut. Sol. 15; eigtl. der seine Schulden unbezahlt läßt, der Bankerutirer.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπίδης: -ου, ὁ, ὁ χρεωκοπῶν, ὁ διαγράφων τὰ χρέη του χωρὶς νὰ τὰ πληρώσῃ, ὁ ἀρνούμενος πληρωμὴν χρεῶν· οὕτω μάλιστα ἐκαλοῦντο ἐν Ἀθήναις οἱ φίλοι τοῦ Σόλωνος οἱ τρέψαντες εἰς ἰδίαν ὠφέλειαν τὴν ὑπ’ αὐτοῦ νομοθετηθεῖσαν σεισάχθειαν, Πλουτ. Σόλων 15.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων του Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο της σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. -ίδης τών πατρωνυμικών].

Greek Monotonic

χρεωκοπίδης: -ου, ὁ (κόπτω), αυτός που αναβάλλει την εξόφληση των χρεών του, χρεωκοπημένος, σε Πλούτ.