πετροτόμος: Difference between revisions

From LSJ
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α (για [[εργαλείο]]) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την [[πέτρα]] («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α (για [[εργαλείο]]) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την [[πέτρα]] («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[τόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πετροτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροτόμος Medium diacritics: πετροτόμος Low diacritics: πετροτόμος Capitals: ΠΕΤΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: petrotómos Transliteration B: petrotomos Transliteration C: petrotomos Beta Code: petroto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.

Greek (Liddell-Scott)

πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.

Greek Monotonic

πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.