ψάμμιος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]].
|btext=α, ον :<br />de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1391] = ψάμμινος, Aesch. Ag. 958 ἀκτά.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monotonic

ψάμμιος: -α, -ον (ψάμμος), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, αμμώδης, σε Αισχύλ.