ἐπιμωμητός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμωμητός]], -ή, -όν (Α) [[επιμωμώμαι]]<br />αξιόμεμπτος. | |mltxt=[[ἐπιμωμητός]], -ή, -όν (Α) [[επιμωμώμαι]]<br />αξιόμεμπτος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμωμητός:''' -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor.ἐπιμωμ-ᾱτός, ή, όν,
A blameworthy, [ἔρις] Hes.Op.13; ἔργον Theoc.26.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμωμητός: -ή, -όν, ἀξιόμεμπτος, ἔρις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· ἔργον Θεόκρ. 26. 38.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmé.
Étymologie: ἐπιμωμάομαι.
Greek Monolingual
ἐπιμωμητός, -ή, -όν (Α) επιμωμώμαι
αξιόμεμπτος.
Greek Monotonic
ἐπιμωμητός: -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.