λατομία: Difference between revisions
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λατομία]]) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[λατόμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λατομείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λατομίαι</i><br />τετράγωνοι πελεκημένοι λίθοι, αγκωνάρια. | |mltxt=η (Α [[λατομία]]) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[λατόμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λατομείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λατομίαι</i><br />τετράγωνοι πελεκημένοι λίθοι, αγκωνάρια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾱτομία:''' ἡ, στον πληθ., όπως το Λατ. [[lautumiae]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A quarrying of stone, PHib.71.7 (iii B.C.), IG42(1).102.17 (Epid.); τῷ στρώματι ib.40: mostly in pl., = quarries, Man. ap.J.Ap.1.26, Str.8.5.7, AP11.253 (Lucill.); of the quarries at Syracuse used as a prison, Plu.2.334c; also in sg., PCair.Zen.176.215 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομία: ἡ, = λατομεῖον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. λιθοτομία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
carrière de pierres ; particul. à Syracuse les Latomies, carrière servant de prison.
Étymologie: λατόμος.
Greek Monolingual
η (Α λατομία) λατόμος
νεοελλ.
η λατόμηση
αρχ.
1. λατομείο
2. στον πληθ. αἱ λατομίαι
τετράγωνοι πελεκημένοι λίθοι, αγκωνάρια.
Greek Monotonic
λᾱτομία: ἡ, στον πληθ., όπως το Λατ. lautumiae, σε Ανθ.