κελάδω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελάδω]] (Α)<br />επικ. τ. του [[κελαδώ]].
|mltxt=[[κελάδω]] (Α)<br />επικ. τ. του [[κελαδώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελάδω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[κελαδέω]], χρησιμ. μόνο στη μτχ., [[θορυβώδης]], βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελάδω Medium diacritics: κελάδω Low diacritics: κελάδω Capitals: ΚΕΛΑΔΩ
Transliteration A: keládō Transliteration B: keladō Transliteration C: kelado Beta Code: kela/dw

English (LSJ)

Ep. form of κελαδέω, used in part. only,

   A sounding, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Il.18.576, cf. B.8.65, Posidipp. ap. Tz.H.7.661; πλῆτο ῥόος κ. Il.21.16, cf. Theoc.17.92; Ζέφυρον κελάδοντ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον Od.2.421; πόντον κ. Ar.Nu.284 (anap.); Βορέης κ. Q.S.8.243.

German (Pape)

[Seite 1414] = κελαδέω; nur im partic. κελάδων, οντος, rauschend, brausend; vom Meer u. Fluß, πόντος, ῥόος, Il. 18, 576; vom Winde, Od. 2, 421; so auch sp. D., wie Coluth. 6. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κελαδέω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., ἠχῶν, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Ἰλ. Σ. 576· πλῆτο ῥόος κελάδων Φ. 16, πρβλ. Θεόκρ. 17. 92· Ζέφυρον κελάδοντ’ ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Β. 421· κελάδοντα Ἀριστοφ. Νεφ. 284.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κελαδέω.

Greek Monolingual

κελάδω (Α)
επικ. τ. του κελαδώ.

Greek Monotonic

κελάδω: Επικ. τύπος του κελαδέω, χρησιμ. μόνο στη μτχ., θορυβώδης, βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.