μυκήτινος: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυκήτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύκης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>]. | |mltxt=[[μυκήτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύκης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠκήτῐνος:''' -η, -ον ([[μύκης]]), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A made of mushrooms, Luc.VH1.16.
German (Pape)
[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.
Greek Monolingual
μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].
Greek Monotonic
μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.