συμπροξενέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροξενέω Medium diacritics: συμπροξενέω Low diacritics: συμπροξενέω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΞΕΝΕΩ
Transliteration A: symproxenéō Transliteration B: symproxeneō Transliteration C: symprokseneo Beta Code: sumprocene/w

English (LSJ)

   A help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.

German (Pape)

[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.

Greek Monotonic

συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.