διακάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διακάθαρσις]]) [[διακαθαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πλήρης]] [[κάθαρση]], [[εξαγνισμός]]<br /><b>2.</b> το [[κλάδεμα]] τών δέντρων.
|mltxt=η (AM [[διακάθαρσις]]) [[διακαθαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πλήρης]] [[κάθαρση]], [[εξαγνισμός]]<br /><b>2.</b> το [[κλάδεμα]] τών δέντρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακάθαρσις:''' -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ [[καθάρισμα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαρσις Medium diacritics: διακάθαρσις Low diacritics: διακάθαρσις Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: diakátharsis Transliteration B: diakatharsis Transliteration C: diakatharsis Beta Code: diaka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες.    II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).

Greek Monolingual

η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.

Greek Monotonic

διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.