μυλίας: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυλίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («[[μυλίας]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] ή ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζεται η [[μυλόπετρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>)]. | |mltxt=[[μυλίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («[[μυλίας]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] ή ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζεται η [[μυλόπετρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠλίας:''' -ου,<br /><b class="num">1.</b> αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, [[λίθος]] [[μυλίας]], [[μυλόπετρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βράχος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, masc. Adj.
A of or for a mill, λίθος μ. millstone, Pl.Hp.Ma.292d, cf. Arist.Mete.383b12; also, rock for millstones, Str.6.2.3, 10.5.16.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, zur Mühle gehörig, λίθος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίθος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλίας: -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, λίθος μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· ἀλλά, λίθος μυλίας, ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 μυλίας λίθος roc dont on fait les pierres meulières;
2 subst. ὁ μυλίας pierre meulière, meule.
Étymologie: μύλη.
Greek Monolingual
μυλίας, -ου, ὁ (Α)
ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («μυλίας λίθος» — η μυλόπετρα ή ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζεται η μυλόπετρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπν-ίας)].
Greek Monotonic
μῠλίας: -ου,
1. αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, λίθος μυλίας, μυλόπετρα, σε Πλάτ.
2. βράχος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.