ὑποθράττω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[ὑποταράσσω]]. | |mltxt=Α<br />(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[ὑποταράσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποθράττω:''' Αττ. αντί ὑπο-[[ταράσσω]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ὑποταράσσω, Plu.Pomp.68, Fab.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθράττω: Ἀττ., ἀντὶ ὑποταράσσω, Πλουτ. Πομπ. 68, Φάβ. 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
troubler ou effrayer qqe peu.
Étymologie: ὑπό, θράσσω.
Greek Monolingual
Α
(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω.
Greek Monotonic
ὑποθράττω: Αττ. αντί ὑπο-ταράσσω, σε Πλούτ.