παραχωρητέον: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) [[μετὰ]] γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι [[πρόσωπον]], Στράβ. 177· ἴδε [[παραχωρέω]].
|lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) [[μετὰ]] γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι [[πρόσωπον]], Στράβ. 177· ἴδε [[παραχωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχωρητέον Medium diacritics: παραχωρητέον Low diacritics: παραχωρητέον Capitals: ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: parachōrētéon Transliteration B: parachōrēteon Transliteration C: parachoriteon Beta Code: paraxwrhte/on

English (LSJ)

   A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5.    2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.

Greek Monotonic

παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.