ταχύπτερος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο /[[ταχύπτερος]],-ον, ΝΑ, και [[ταχύφτερος]] Ν<br />αυτός που κινεί τις φτερούγες του [[γρήγορα]], που [[πετά]] [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὠκύ</i>-<i>πτερος</i>]. | |mltxt=-η, -ο /[[ταχύπτερος]],-ον, ΝΑ, και [[ταχύφτερος]] Ν<br />αυτός που κινεί τις φτερούγες του [[γρήγορα]], που [[πετά]] [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὠκύ</i>-<i>πτερος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰχύπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), αυτός που έχει [[γρήγορα]] φτερά, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A swift winged, πνοαί A.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides.
Étymologie: ταχύς, πτερόν.
Greek Monolingual
-η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν
αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ-πτερος].
Greek Monotonic
τᾰχύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Αισχύλ.