τεκνοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῦσσα, -οῦν και [[τεκνόεις]], -εσσα, -εν, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[παιδιά]], [[πολύτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>όεις</i> με [[συναίρεση]], <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
|mltxt=-οῦσσα, -οῦν και [[τεκνόεις]], -εσσα, -εν, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[παιδιά]], [[πολύτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>όεις</i> με [[συναίρεση]], <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί [[τεκνόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>, που έχει γεννήσει [[παιδιά]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοῦς Medium diacritics: τεκνοῦς Low diacritics: τεκνούς Capitals: ΤΕΚΝΟΥΣ
Transliteration A: teknoûs Transliteration B: teknous Transliteration C: teknoys Beta Code: teknou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,

   A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.

German (Pape)

[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.

Greek Monolingual

-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.