ἐπιγναμπτός: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιγναμπτός]], -ή, -όν (Α) [[επιγνάμπτω]]<br />λυγισμένος, στριφογυρισμένος. | |mltxt=[[ἐπιγναμπτός]], -ή, -όν (Α) [[επιγνάμπτω]]<br />λυγισμένος, στριφογυρισμένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιγναμπτός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[στριφτός]], [[στριφογυριστός]], σε Ύμν. Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.
Greek Monolingual
ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.
Greek Monotonic
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.