προσλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=Α<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]] μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλάμπω Medium diacritics: προσλάμπω Low diacritics: προσλάμπω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΜΠΩ
Transliteration A: proslámpō Transliteration B: proslampō Transliteration C: proslampo Beta Code: prosla/mpw

English (LSJ)

   A shine upon, Pl.R.617a:—Pass., τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1.

German (Pape)

[Seite 772] dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι, Plut. plac. phil. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσλάμπω: λάμπω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.

French (Bailly abrégé)

briller sur, illuminer ; Pass. recevoir la lumière de, avec ὑπό τινος.
Étymologie: πρός, λάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη σε κάτι ή πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

προσλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.