δειραχθής: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δειραχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] «βαρύνομαι, [[είμαι]] φορτωμένος»].
|mltxt=[[δειραχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] «βαρύνομαι, [[είμαι]] φορτωμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειραχθής Medium diacritics: δειραχθής Low diacritics: δειραχθής Capitals: ΔΕΙΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: deirachthḗs Transliteration B: deirachthēs Transliteration C: deirachthis Beta Code: deiraxqh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy on the neck, ἅμμα AP6.179 (Arch.):

Greek (Liddell-Scott)

δειραχθής: -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, ἔνθα ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, πνιγηρός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lourd au cou.
Étymologie: δειρή, ἄχθος.

Spanish (DGE)

-ές que aprieta el cuello, ἅμμα AP 6.179 (Arch.).

Greek Monolingual

δειραχθής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»].

Greek Monotonic

δειραχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.