ὑψίγυιος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[άλσος]]) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>γυιος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[άλσος]]) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>γυιος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίγυιος:''' -ον, αυτός που έχει [[υψηλά]] χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.
English (Slater)
ὑψῐγυιος
1 high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].
Greek Monotonic
ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.