ἄσακτος: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει πατηθεί («[[ἄσακτος]] γῆ» — αφράτο [[χώμα]], <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σακτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[συμπιέζω]], [[πατώ]]»].
|mltxt=[[ἄσακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει πατηθεί («[[ἄσακτος]] γῆ» — αφράτο [[χώμα]], <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σακτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[συμπιέζω]], [[πατώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσακτος:''' -ον ([[σάττω]]), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσακτος Medium diacritics: ἄσακτος Low diacritics: άσακτος Capitals: ΑΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ásaktos Transliteration B: asaktos Transliteration C: asaktos Beta Code: a)/saktos

English (LSJ)

ον, (σάττω)

   A not trodden down, γῆ X.Oec.19.11.

German (Pape)

[Seite 368] nicht fest getreten, locker, Xen. Oec. 19, 11, γῆ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non chargé ; vide, flasque.
Étymologie: ἀ, σάττω.

Spanish (DGE)

-ον no hollado γῆ X.Oec.19.11.

Greek Monolingual

ἄσακτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πατηθεί («ἄσακτος γῆ» — αφράτο χώμα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σακτός < σάττω «συμπιέζω, πατώ»].

Greek Monotonic

ἄσακτος: -ον (σάττω), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.