τρωκτός: Difference between revisions
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[εδώδιμος]], [[ιδίως]] ο [[καρπός]] που τρώγεται [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τρωκτά]]<br />τα [[τρωγάλια]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[εδώδιμος]], [[ιδίως]] ο [[καρπός]] που τρώγεται [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τρωκτά]]<br />τα [[τρωγάλια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρωκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τρώγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τρώγεται [[ωμός]]· [[φαγώσιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρωκτά]], τά = [[τρωγάλια]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56; τ. λάχανα Artem.1.67. II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert, ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.
Greek (Liddell-Scott)
τρωκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρώγω, ὁ τρωγόμενος, ἐδώδιμος, ἰδίως ὁ καρπὸς ὁ τρωγόμενος ὠμός, ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίγνεται συχνὰ Ἡρόδ. 2. 92· τρ. κῆπος, ὁ περιέχων καρποφόρα δένδρα ἢ ἄλλα φυτά, Φιλόστρατ. 138. ΙΙ. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, καρποὶ τρωγόμενοι ὡς ἐπιδορπίσματα, ὅσα ἐστὶ τρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος, γλυκύσματα ἐκ.., Ἡρόδ. 3. 48.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut croquer ou manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.
Étymologie: adj. verb. de τρώγω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τρώγω
1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός
2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά
τα τρωγάλια.
Greek Monotonic
τρωκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τρώγω,
I. αυτός που τρώγεται ωμός· φαγώσιμος, σε Ηρόδ.
II. τρωκτά, τά = τρωγάλια, στον ίδ.