ὀπισθοφυλακέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être à l’arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπισθοφύλαξ]]. | |btext=-ῶ :<br />être à l’arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπισθοφύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπισθοφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φρουρώ]] τα [[νώτα]], [[απαρτίζω]] την [[οπισθοφυλακή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διοικώ]] [[οπισθοφυλακή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8 ; of the pillar of cloud, Ph.2.109. II command it, X.An.2.3.10, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être à l’arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. φρουρώ τα νώτα, απαρτίζω την οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
II. διοικώ οπισθοφυλακή, στον ίδ.