οὔρισμα: Difference between revisions

From LSJ
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὔρισμα]], τὸ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρισμα</i>.
|mltxt=[[οὔρισμα]], τὸ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρισμα</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὔρισμα:''' -ατος, τό, Ιων. αντί [[ὅρισμα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔρισμα Medium diacritics: οὔρισμα Low diacritics: ούρισμα Capitals: ΟΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: oúrisma Transliteration B: ourisma Transliteration C: oyrisma Beta Code: ou)/risma

English (LSJ)

ατος, τό, Ion. for ὅρισμα,

   A boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.

German (Pape)

[Seite 419] τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?). τό, ion. = ὅρισμα, Begränzung, Gränze, Her. 2, 17. 4, 45.

Greek (Liddell-Scott)

οὔρισμα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὅρισμα, ὅριον μεθόριον Ἡρόδ. 2. 17., 4. 45.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
délimitation ; frontière.
Étymologie: οὐρίζω².

Greek Monolingual

οὔρισμα, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. όρισμα.

Greek Monotonic

οὔρισμα: -ατος, τό, Ιων. αντί ὅρισμα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ.