ἐκπροκρίνω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκπροκρίνω]] (Α)<br />[[επιλέγω]], [[προκρίνω]].
|mltxt=[[ἐκπροκρίνω]] (Α)<br />[[επιλέγω]], [[προκρίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπροκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>, [[εκλέγω]], [[διαλέγω]], [[προτιμώ]], <i>πόλεος ἐκπροκριθεῖσα</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροκρίνω Medium diacritics: ἐκπροκρίνω Low diacritics: εκπροκρίνω Capitals: ΕΚΠΡΟΚΡΙΝΩ
Transliteration A: ekprokrínō Transliteration B: ekprokrinō Transliteration C: ekprokrino Beta Code: e)kprokri/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροκρίνω: ἐκλέγω, προκρίνω, πόλεως ἐκπροκριθεῖσα Εὐρ. Φοίν. 214.

French (Bailly abrégé)

choisir hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προκρίνω.

Spanish (DGE)

escoger en v. pas. πόλεος ἐκπροκριθεῖσ' ἐμᾶς escogida en mi ciudad E.Ph.214.

Greek Monolingual

ἐκπροκρίνω (Α)
επιλέγω, προκρίνω.

Greek Monotonic

ἐκπροκρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα, σε Ευρ.