φυγόξενος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποφεύγει τους ξένους, [[αφιλόξενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>ξενος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποφεύγει τους ξένους, [[αφιλόξενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>ξενος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠγόξενος:''' -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόξενος Medium diacritics: φυγόξενος Low diacritics: φυγόξενος Capitals: ΦΥΓΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: phygóxenos Transliteration B: phygoxenos Transliteration C: fygoksenos Beta Code: fugo/cenos

English (LSJ)

ον,

   A shunning strangers, inhospitable, φ. στρατός Pi.O.11(10).17.

German (Pape)

[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φ. στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l’hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλό-ξενος)].

Greek Monotonic

φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.