λεπαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λεπαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέπας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο [[τόπο]] («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχώδης]], [[πετρώδης]]. | |mltxt=λεπαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέπας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο [[τόπο]] («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχώδης]], [[πετρώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπαῖος:''' -α, -ον ([[λέπας]]), [[πετρώδης]], [[απόκρημνος]] λέγεται για [[τόπο]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (λέπας)
A of a scaur or cliff, ὀφρύη E.Heracl.394; rocky, rugged, χθών, νάπαι, Id.Hipp.1248, IT324.
German (Pape)
[Seite 29] felsig, bergig; χθών Eur. Hipp. 1248; νάπας λεπαίας I. T 324; ὀφρύη Heracl. 395.
Greek (Liddell-Scott)
λεπαῖος: -α, -ον, (λέπας) ἐπὶ ἀποκρήμνου τόπου, ὀφρύη Εὐρ. Ἡρακλ. 394· πετρώδης, ἀπόκρημνος, χθών, νάπη ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1248, Ι. Τ. 324.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
montagneux, rocheux.
Étymologie: λέπας.
Greek Monolingual
λεπαῑος, -αία, -ον (Α) λέπας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.)
2. βραχώδης, πετρώδης.
Greek Monotonic
λεπαῖος: -α, -ον (λέπας), πετρώδης, απόκρημνος λέγεται για τόπο, σε Ευρ.