λαοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο [[καταστρεπτικός]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]], <i>κοσμο</i>-[[φθόρος]]. | |mltxt=[[λαοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο [[καταστρεπτικός]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]], <i>κοσμο</i>-[[φθόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾱοφθόρος:''' ([[φθείρω]]), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], με γεν., σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.
Greek Monolingual
λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος.
Greek Monotonic
λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.