σταίτινος: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταίτῑνος:''' -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από [[αλεύρι]] ή [[ζύμη]] σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταίτῐνος Medium diacritics: σταίτινος Low diacritics: σταίτινος Capitals: ΣΤΑΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: staítinos Transliteration B: staitinos Transliteration C: staitinos Beta Code: stai/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.

German (Pape)

[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.

Greek Monolingual

και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῑς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».

Greek Monotonic

σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.