ἐρείψιμος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείψιμος Medium diacritics: ἐρείψιμος Low diacritics: ερείψιμος Capitals: ΕΡΕΙΨΙΜΟΣ
Transliteration A: ereípsimos Transliteration B: ereipsimos Transliteration C: ereipsimos Beta Code: e)rei/yimos

English (LSJ)

ον,

   A thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.

German (Pape)

[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s’écroule.
Étymologie: ἐρείπω.

Greek Monolingual

ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐρείψιμος: -ον (ἐρείπω), αυτός που ρίχνεται κάτω, γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια, σε Ευρ.