Ἑκάεργος: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(big3_13) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[Hecaergo]] educador de Apolo y Ártemis en Delos, Seru.<i>Aen</i>.11.532, 858. | |dgtxt=-ου, ὁ [[Hecaergo]] educador de Apolo y Ártemis en Delos, Seru.<i>Aen</i>.11.532, 858. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἑκάεργος:''' ὁ ([[ἑκάς]], *[[ἔργω]]), αυτός που ενεργεί από [[μακριά]] (λέγεται για τον Απόλλωνα), αυτός που τοξεύει από [[μακριά]], εξακοντίζει από [[μακριά]], όπως το <i>ἐκηβόλος</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:18, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, expld. by Gramm. (EM319.51, etc.) as,=ὁ ἕκαθεν εἴργων or ἐργαζόμενος, Ep. epith. of Apollo, either Subst., Il.1.147, etc., or Adj., 5.439, Od.8.323, Call Ap.11, etc. : fem., ὦ ἑκάεργε, of Artemis, Ar.Th.972 (lyr.) :—also Ἑκαέργη, a daughter of Boreas, Call.Del.292. II Pythag. name for nine, ἀπὸ τοῦ εἴργειν τὴν ἑκὰς πρόβασιν τοῦ ἀριθμοῦ Theol.Ar.58. (This word and its cognates (e.g. ἑκατηβελέτης), although connected by Greek writers with ἑκάς, may have originally contained the stem ἑκṇτ-(cf. ἑκών) 'at will'; for the formation of ϝεκα (τ) -ϝεργός, cf. γυναι (κ) -μανής.)
Greek (Liddell-Scott)
Ἑκάεργος: ὁ, (ἑκὰς *ἔργω) ὁ μακρόθεν ἐνεργῶν· παρ’ Ὁμήρῳ εὕρηται ὁτὲ μὲν ὡς οὐσιαστικὸν ὁτὲ δὲ ὡς ἐπίθ., ἀλλ’ ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ τοξεύων μακράν, ὁ ἀκοντίζων μακράν, ὡς τὸ ἑκηβόλος (ὃ ἴδε)· - οὕτω, θηλ. Ἑκαέργη, Δωρ. -έργα, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Spanh. ἐν Καλλ. εἰς Δῆλ. 292.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ Hecaergo educador de Apolo y Ártemis en Delos, Seru.Aen.11.532, 858.
Greek Monotonic
Ἑκάεργος: ὁ (ἑκάς, *ἔργω), αυτός που ενεργεί από μακριά (λέγεται για τον Απόλλωνα), αυτός που τοξεύει από μακριά, εξακοντίζει από μακριά, όπως το ἐκηβόλος, σε Ηρόδ.