φιλάρματος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]] (II), -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]] (II), -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλάρμᾰτος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους αγώνες με άρματα, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάρμᾰτος Medium diacritics: φιλάρματος Low diacritics: φιλάρματος Capitals: ΦΙΛΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philármatos Transliteration B: philarmatos Transliteration C: filarmatos Beta Code: fila/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A fond of chariots or the chariot-race, πόλις Pi.I.8(7).22; Θῆβαι E.HF467; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Berytus).

German (Pape)

[Seite 1275] wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρμᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἅρματα ἢ τὴν ἁρματηλασίαν, φιλαρμάτου πόλιος Πινδ. Ι. 8. (7), 43· σὺ δ’ ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 467.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amateur de chars ou de courses de chars.
Étymologie: φίλος, ἅρμα.

English (Slater)

φῐλάρμᾰτος, -ον
   1 chariot-loving φιλαρμάτου πόλιος (Thebes) (I. 8.20)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα (II), -ατος), πρβλ. πολυ-άρματος].

Greek Monotonic

φῐλάρμᾰτος: -ον, αυτός που αγαπά τους αγώνες με άρματα, σε Πίνδ., Ευρ.