αὐτοκέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο. | |mltxt=[[αὐτοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοκέλευθος:''' -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A going one's own road, Tryph.314, AP9.362.5, Nonn.D.6.369: neut. pl. as Adv., ib.21.167.
German (Pape)
[Seite 397] für sich des Weges ziehend, Anthol. IX, 362; Tryphiod. 305.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευθος: -ον, ὁ ἰδίαν πορευόμενος ὁδόν, Τρυφ. 314, Ἀνθ. Π. 9. 362.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va de soi-même.
Étymologie: αὐτός, κέλευθος.
Spanish (DGE)
-ον
que recorre su propio camino, Ἀλφειός AP 9.362.5, στόλος Nonn.D.6.369, ἄτη Triph.314
•neutr. plu. como adv. recorriendo el mismo camino αὐ. περιπταίειν πεδίλοις Nonn.D.21.169.
Greek Monolingual
αὐτοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο.
Greek Monotonic
αὐτοκέλευθος: -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ.