πολύαστρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύαστρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον [[ἕδος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄστρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>αστρος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύαστρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον [[ἕδος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄστρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>αστρος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύαστρος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] άστρα, [[έναστρος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Sternen, Διὸς ἕδος, Eur. Ion 870.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έν-αστρος)].
Greek Monotonic
πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.