ἀνύποπτος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύποπτος:''' -ον, ο [[χωρίς]] [[υποψία]], [[ανύποπτος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ανύποπτος]], [[ανυποψίαστος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνύποπτος Medium diacritics: ἀνύποπτος Low diacritics: ανύποπτος Capitals: ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: anýpoptos Transliteration B: anypoptos Transliteration C: anypoptos Beta Code: a)nu/poptos

English (LSJ)

ον,

   A without suspicion, i.e.,    1 Pass., unsuspected, Th.3.43 (Comp.), X.Cyr.5.3.11; λεηλασίαι unexpected, Arr.Tact.17.    5 Adv. -τως unsuspectedly, Aen.Tact.10.20, al., Men.666.    2 free from risk, κίνησις Sor.1.55; θάνατος Phld.Sto.Herc.339.4.    3 Act., unsuspecting, πράξεως Plb.8.27.2, Plu.Brut.8. Adv. -τως Th. 1.146; ἀ. ἔχειν Arist.Top.156b18; unhesitatingly, Plu.2.614b.

German (Pape)

[Seite 266] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύποπτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non suspect.
Étymologie: ἀ, ὕποπτος.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 no sospechoso, libre de sospecha X.Cyr.5.3.11.
2 que no sospecha τῆς ... ὅλης πράξεως Plb.8.27.2, Καῖσαρ Plu.Brut.8, τὸ τῆς ἡλικίας ἄλλοις ἀνύποπτον ἦν el hecho de nuestra edad eliminaba toda desconfianza por parte de otros X.Eph.3.2.4.
II de abstr.
1 que no ofrece sospecha τἀγαθά ... λεγόμενα ... ἀνυποπτότερα Th.3.43, φιλία D.C.45.8.4, εὔνοια D.15.4
que no ofrece duda ἵνα ... ἀ. τὰ πρὸς τὸν λόγον ἔχῃ para que no haya duda en lo relativo a la cuenta, PRyl.233.13 (II d.C.), cf. PFlor.294.100 (VI d.C.)
que no comporta preocupación o riesgo κίνησις Sor.39.27, ἄφοβον ὁ θεός, ἀν[ύ] ποπτον ὁ θάνατος la divinidad no induce al miedo, ni la muerte a la preocupación Phld.AS p.87.
2 insospechado λεηλασίαι Arr.Tact.17.5
inadvertido τὸ γενόμενον Plb.7.17.2, cf. 3.105.1.
III adv. -ως
1 sin sospecha μεθιστάναι Aen.Tact.10.20, ἔχειν Men.Fr.617, παρεστῶτος Plu.2.686b, τὴν ... παρασκευὴν ἀ. ἐποιεῖτο Plb.31.12.13.
2 sin que se sospeche, inadvertidamente φοιτᾶν Th.1.146, ἔχειν Arist.Top.156b18, Hp.Medic.1, cf. Plu.2.614b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)
αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον
αρχ.-μσν.
όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.

Greek Monotonic

ἀνύποπτος: -ον, ο χωρίς υποψία, ανύποπτος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, ανύποπτος, ανυποψίαστος, σε Θουκ.