ἅπερ: Difference between revisions
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅπερ]] (AM)<br /><b>1.</b> ουδ. πληθ. της αντων. [[ὅσπερ]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) σαν, ώσπερ.———————— <b>(II)</b><br />ᾇπερ (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ᾕπερ, ώσπερ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅπερ]] (AM)<br /><b>1.</b> ουδ. πληθ. της αντων. [[ὅσπερ]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) σαν, ώσπερ.———————— <b>(II)</b><br />ᾇπερ (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ᾕπερ, ώσπερ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅπερ:''' ουδ. πληθ. του <i>ὅσ-περ</i>, που χρησιμ. ως επίρρ. [[ὥσπερ]], όπως αν, ως, [[ωσάν]], σαν, στους Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
neut. pl. of ὅσπερ, q.v.
German (Pape)
[Seite 287] neutr. plur. von ὅσπερ, oft adverb., so wie = ὥσπερ, Aesch. Eum. 657; Xen. Hell. 6, 1, 4 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἅπερ: οὐδ. πληθ. τοῦ ὅσπερ, ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. συχν. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ὥσπερ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ὅσπερ.
Greek Monolingual
(I)
ἅπερ (AM)
1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ
2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ.———————— (II)
ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α)
ᾕπερ, ώσπερ.
Greek Monotonic
ἅπερ: ουδ. πληθ. του ὅσ-περ, που χρησιμ. ως επίρρ. ὥσπερ, όπως αν, ως, ωσάν, σαν, στους Αττ.