ἀποδικέω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[defenderse]] en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.<i>HG</i> 1.7.20, cf. Antiph.313.
|dgtxt=[[defenderse]] en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.<i>HG</i> 1.7.20, cf. Antiph.313.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδῐκέω:''' ([[δίκη]]), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ενώπιον του δικαστηρίου, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδῐκέω Medium diacritics: ἀποδικέω Low diacritics: αποδικέω Capitals: ΑΠΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: apodikéō Transliteration B: apodikeō Transliteration C: apodikeo Beta Code: a)podike/w

English (LSJ)

(δίκη)

   A defend oneself on trial, X.HG1.7.21, Antiph.313.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῐκέω: (δίκη) ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - δίκη ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se défendre en justice.
Étymologie: ἀπό, δίκη.

Spanish (DGE)

defenderse en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.HG 1.7.20, cf. Antiph.313.

Greek Monotonic

ἀποδῐκέω: (δίκη), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ενώπιον του δικαστηρίου, σε Ξεν.