ἀπομαίνομαι: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπομαίνομαι]] (Α)<br />κυριεύομαι από [[μανία]], τρελαίνομαι. | |mltxt=[[ἀπομαίνομαι]] (Α)<br />κυριεύομαι από [[μανία]], τρελαίνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπομαίνομαι:''' Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από [[μανία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ],
A go mad, Luc.DDeor.12.1.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. pas.]
1 enloquecer, volverse loco παύσεθ' οὗτος ἀπομανείς Men.Sam.419, ἔνθεος ἥδε ἡ μανίη. κἢν ἀπομανῶσι Aret.SD 1.6.11, ἀπομανεὶς οὖν ἔδωκα ... κόσσον Pall.H.Laus.23.5.
2 recobrar la cordura ἀπομανεῖσα ... ἡ Ῥέα Luc.DDeor.20.1.
Greek Monolingual
ἀπομαίνομαι (Α)
κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι.
Greek Monotonic
ἀπομαίνομαι: Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε Λουκ.