γλίσχρων: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλίσχρων]] (-ονος), ο (Α) [[γλίσχρος]]<br />[[φιλάργυρος]]. | |mltxt=[[γλίσχρων]] (-ονος), ο (Α) [[γλίσχρος]]<br />[[φιλάργυρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλίσχρων:''' -ονος, ὁ, [[φειδωλός]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A niggard, Ar.Pax193.
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ glotón Ar.Pax 193.
Greek Monolingual
γλίσχρων (-ονος), ο (Α) γλίσχρος
φιλάργυρος.
Greek Monotonic
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σε Αριστοφ.