σιτικός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑτικός:''' -ή, -όν ([[σῖτος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το [[σιτάρι]] ή τα [[σιτηρά]], [[σιταρένιος]], [[σταρένιος]]· σιτικὴ [[τροφή]], σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς [[νόμος]], [[lex]] frumentaria, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of wheat or corn, (sc. λόγος) PCair.Zen.292.2 (iii B.C.); σ. ἐξαγωγή exportation of corn, Plb.28.16.8; οἱ σ. καρποί Aristeas 112, D.S.5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; ὁ σ. νόμος, Lat. lex frumentaria, Plu.CG5; σ. πρόσοδοι, τελέσματα, OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν, POxy.2120.4 (iii A.D.), Ostr.Bodl. iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ 11.2); σ. ἐδάφη, ἄρουραι, lands subject to corn-tax, PSI6.704.17 (ii A.D.), Wilcken Chr.115.14 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] = Folgdm; ἐξαγωγή, Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτικός: -ή, -όν, (σῖτος) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. ἐξαγωγή, ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. νόμος, lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le blé : σιτικὸς νόμος PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étymologie: σῖτος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σῑτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ.
β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ.
γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν
ο σίτος.
επίρρ...
σιτικῶς Α
όπως ο σίτος, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το σιτάρι.
Greek Monotonic
σῑτικός: -ή, -όν (σῖτος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το σιτάρι ή τα σιτηρά, σιταρένιος, σταρένιος· σιτικὴ τροφή, σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς νόμος, lex frumentaria, σε Πλούτ.