ταραξικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ταράζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>πρβλ.</b> <i>σπαραξι</i>-<i>κάρδιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ταράζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>πρβλ.</b> <i>σπαραξι</i>-<i>κάρδιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που ταράζει την [[καρδιά]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰραξῐκάρδῐος Medium diacritics: ταραξικάρδιος Low diacritics: ταραξικάρδιος Capitals: ΤΑΡΑΞΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: taraxikárdios Transliteration B: taraxikardios Transliteration C: taraksikardios Beta Code: taracika/rdios

English (LSJ)

ον,

   A heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1070] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο τοὖπος δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trouble le cœur, qui tourmente.
Étymologie: ταράσσω, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].

Greek Monotonic

τᾰραξῐκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που ταράζει την καρδιά, σε Αριστοφ.