ἀποχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[obstruir]] o [[cerrar]] con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.<i>HG</i> 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.<i>HG</i> 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.<i>Phoc</i>.11<br /><b class="num">•</b>abs. [[construir un dique]] εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique</i>, <i>PWisc</i>.77.39 (III a.C.).
|dgtxt=[[obstruir]] o [[cerrar]] con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.<i>HG</i> 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.<i>HG</i> 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.<i>Phoc</i>.11<br /><b class="num">•</b>abs. [[construir un dique]] εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique</i>, <i>PWisc</i>.77.39 (III a.C.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχώννυμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, [[φράζω]] το [[στόμιο]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχώννῡμι Medium diacritics: ἀποχώννυμι Low diacritics: αποχώννυμι Capitals: ΑΠΟΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apochṓnnymi Transliteration B: apochōnnymi Transliteration C: apochonnymi Beta Code: a)poxw/nnumi

English (LSJ)

   A bank up a river, etc., X.HG2.2.4,5.2.4; λιμένας ἀπεχώννυσαν Plu.Phoc.11.

German (Pape)

[Seite 336] (s. χώννυμι), durch Aufschütten von Erde abdämmen, verschließen, λιμένας Xen. Hell. 2, 2, 4; ποταμόν 5, 2, 4; Plut. Phoc. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχώννυμι: μέλλ. -χώσω, κλείωφράττω διὰ χωματώσεως, ποταμὸν κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4., 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

fermer par une levée on un retranchement.
Étymologie: ἀπό, χώννυμι.

Spanish (DGE)

obstruir o cerrar con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.HG 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.HG 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.Phoc.11
abs. construir un dique εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique, PWisc.77.39 (III a.C.).

Greek Monotonic

ἀποχώννυμι: μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Ξεν.