ἀρδεία: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρδεία]], η (AM) [[αρδεύω]]<br />[[άρδευση]], [[πότισμα]] γης ή ζώων. | |mltxt=[[ἀρδεία]], η (AM) [[αρδεύω]]<br />[[άρδευση]], [[πότισμα]] γης ή ζώων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρδεία:''' ἡ ([[ἄρδω]]), [[άρδευση]], [[πότισμα]] αγρών, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A irrigation, Str.4.6.7, Plu.2.688a (pl.), BGU283.6 (ii A.D.); εἰς ἀρδείαν τῆς γῆς Wilcken Chr.461.24 (iii A.D.); of a horse, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Ael.NA7.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρδεία: ἡ, (ἄρδω) ἄρδευμα, πότισμα τῶν ἀγρῶν, Στράβ. 205, Πλούτ. 2. 687F· τῶν κτηνῶν, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 arrosement, irrigation;
2 action d’abreuver le bétail.
Étymologie: ἀρδεύω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 riego, irrigación τῆς ἀρδείας στερομένους (τοὺς γεωργοῦντας) Str.4.6.7, ἀρδείαις ποτίζομεν Plu.2.687f, ἀ. τῆς γῆς BGU 283.6 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.138, PGrenf.1.57.14 (VI d.C.), PMasp.2.2.22 (VI d.C.), Hsch.
2 acción de abrevar ἵππον ἐς ἀρδείαν ἄγειν llevar el caballo a abrevar Ael.NA 7.12.
Greek Monolingual
ἀρδεία, η (AM) αρδεύω
άρδευση, πότισμα γης ή ζώων.