ἀρδεία
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, irrigation, Str.4.6.7, Plu.2.688a (pl.), BGU283.6 (ii A.D.); εἰς ἀρδείαν τῆς γῆς Wilcken Chr.461.24 (iii A.D.); of a horse, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Ael.NA7.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 riego, irrigación τῆς ἀρδείας στερομένους (τοὺς γεωργοῦντας) Str.4.6.7, ἀρδείαις ποτίζομεν Plu.2.687f, ἀ. τῆς γῆς BGU 283.6 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.138, PGrenf.1.57.14 (VI d.C.), PMasp.2.2.22 (VI d.C.), Hsch.
2 acción de abrevar ἵππον ἐς ἀρδείαν ἄγειν llevar el caballo a abrevar Ael.NA 7.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 arrosement, irrigation;
2 action d'abreuver le bétail.
Étymologie: ἀρδεύω.
German (Pape)
ἡ, das Benetzen, Besprengen, ἀρδείαις ποτιζόμενα Plut. Symp. 6.2.2; εἰς ἀρδείαν ἄγειν, zur Tränke führen, Ael. H.A. 7.12; V.H. 13.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀρδεία: ἡ орошение: ἀρδείαις ποτιζόμενα Plut. (искусственно) орошаемые (поливные) земли.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρδεία: ἡ, (ἄρδω) ἄρδευμα, πότισμα τῶν ἀγρῶν, Στράβ. 205, Πλούτ. 2. 687F· τῶν κτηνῶν, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12
Greek Monolingual
ἀρδεία, η (AM) αρδεύω
άρδευση, πότισμα γης ή ζώων.
Greek Monotonic
ἀρδεία: ἡ (ἄρδω), άρδευση, πότισμα αγρών, σε Στράβ.