ἀποκοιτέω: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[pasar la noche fuera]] de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. [[ἀφημερεύω]] <i>PPetr</i>.2.44.20 (III a.C.), <i>PHib</i>.148 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11. | |dgtxt=[[pasar la noche fuera]] de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. [[ἀφημερεύω]] <i>PPetr</i>.2.44.20 (III a.C.), <i>PHib</i>.148 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοιμάμαι]] [[μακριά]] από τη [[θέση]] στην οποία έχω ταχθεί, Ψήφ. [[παρά]] Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A sleep away from one's post, Decr. ap. D.18.37, cf. PPetr.3p.204 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 307] den Posten Nachts verlassen und schlafen, Dem. 18, 37 neben ἀφημερεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοιτέω: κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, μήτε ἀφημερεύοντας, μήτε ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
quitter son poste pour aller dormir.
Étymologie: ἀπόκοιτος.
Spanish (DGE)
pasar la noche fuera de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. ἀφημερεύω PPetr.2.44.20 (III a.C.), PHib.148 (III a.C.)
•del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11.
Greek Monotonic
ἀποκοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.