Ἀσιατογενής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(big3_7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(Ἀσιᾱτογενής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[originario de Asia]] ἰσχύς A.<i>Pers</i>.12, Λυδὴ χείρ Critias <i>Eleg</i>.4.5. | |dgtxt=(Ἀσιᾱτογενής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[originario de Asia]] ἰσχύς A.<i>Pers</i>.12, Λυδὴ χείρ Critias <i>Eleg</i>.4.5. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀσιᾱτογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που έχει Ασιατική [[καταγωγή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
German (Pape)
[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire d’Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.
Spanish (DGE)
(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.
Greek Monotonic
Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.