αὐτοθελεί: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(big3_7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[voluntariamente]] ἐλθεῖν ᾍδαν αὐ. <i>AP</i> 7.470 (Mel.). | |dgtxt=adv. [[voluntariamente]] ἐλθεῖν ᾍδαν αὐ. <i>AP</i> 7.470 (Mel.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοθελεί:''' επίρρ., αυθόρμητα, εκούσια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. of sq.,
A voluntarily, AP7.470 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 397] freiwillig, Mel. ep. 122 (VII, 470).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοθελεί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., ἑκουσίως, αὐτοθελήτως, Ἀνθ. Π. 7. 470· ἴδε ἐν λ. αὐτεθελεί.
French (Bailly abrégé)
adv.
de sa propre volonté, volontairement.
Étymologie: αὐτοθελής.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente ἐλθεῖν ᾍδαν αὐ. AP 7.470 (Mel.).
Greek Monotonic
αὐτοθελεί: επίρρ., αυθόρμητα, εκούσια, σε Ανθ.