βοηθητέον: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(big3_9) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que socorrer]] c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.<i>HG</i> 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.<i>EN</i> 1165<sup>b</sup>19, τοῖς λυπουμένοις Lib.<i>Or</i>.39.1, tb. en plu. βοηθητέα [[γοῦν]] τῷ ἀνδρί Luc.<i>Lex</i>.20, c. or. final [[βοηθητέον]] ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.<i>Epid</i>.6.5.6. | |dgtxt=[[hay que socorrer]] c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.<i>HG</i> 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.<i>EN</i> 1165<sup>b</sup>19, τοῖς λυπουμένοις Lib.<i>Or</i>.39.1, tb. en plu. βοηθητέα [[γοῦν]] τῷ ἀνδρί Luc.<i>Lex</i>.20, c. or. final [[βοηθητέον]] ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.<i>Epid</i>.6.5.6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.
Spanish (DGE)
hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.
Greek Monotonic
βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.