βαρυπενθής: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυπενθής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προξενεί [[βαρύ]] [[πένθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απενθής]], [[νεοπενθής]], [[πολυπενθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βαρυπενθής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προξενεί [[βαρύ]] [[πένθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απενθής]], [[νεοπενθής]], [[πολυπενθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), αυτός που προκαλεί οδυνηρή [[συμφορά]], [[πένθος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυπενθής Medium diacritics: βαρυπενθής Low diacritics: βαρυπενθής Capitals: ΒΑΡΥΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: barypenthḗs Transliteration B: barypenthēs Transliteration C: varypenthis Beta Code: barupenqh/s

English (LSJ)

ές, = sq., Ph.2.269, IG12(5).675.6 (Syros), Orph.Fr.32c:—a fem. form βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 (Cotiaeum).    II causing grievous woe, μάχαι B.13.12; τόξα APl.4.134 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυπενθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 212, 367. ΙΙ. ὁ προξενῶν πάθος, θλῖψιν, λύπην βαρεῖαν, Ἀνθ. Πλαν. 4.134, Φίλων 2. 268.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une douleur profonde.
Étymologie: βαρύς, πένθος.

English (Slater)

βαρυπενθής ?
   1 of deep grief ]βαρυπε[νθ (supp. Snell: fort. divisim) ?fr. 344. 6.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠπενθής) -ές

• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)
1 de pers. gravemente dolorido o gravemente afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.
2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).

Greek Monolingual

βαρυπενθής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προξενεί βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθής < πένθος (πρβλ. απενθής, νεοπενθής, πολυπενθής κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που προκαλεί οδυνηρή συμφορά, πένθος, σε Ανθ.