γελαστής: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM [[γελαστής]], ο, [[γελάστρια]], η) [[γελώ]]<br />αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που χαριεντίζεται, που αστειεύεται<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο [[απατεώνας]]. | |mltxt=ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM [[γελαστής]], ο, [[γελάστρια]], η) [[γελώ]]<br />αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που χαριεντίζεται, που αστειεύεται<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο [[απατεώνας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γελᾰστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.
Greek (Liddell-Scott)
γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.
Greek Monolingual
ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.
Greek Monotonic
γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.